- Νηρεύς
- ο (Α Νηρεύς, -έως και ιων. -ῆος)μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος τού Πόντου και τής Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδωναρχ.μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» — το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα τής Λιβύης, Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον θεό τής θάλασσας εμφανίζεται σε κείμενα μεταγενέστερα από το Νηρηΐδες, θαλάσσιες θεότητες που αναφέρονται ως κόρες του, χωρίς να είναι γνωστό αν ο θεός πήρε το όνομά του από τις θεότητες κόρες του ή το αντίθετο. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι λέξεις συνδέονται με λιθουαν. nerti «βυθίζω, καταδύω» και nerōve «θαλασσινή θεότητα, νηρηίδα». Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. (< *σvāF-eρo-) συνδέεται με το ρ. νάω «ρέω»].
Dictionary of Greek. 2013.